- φιλόδημος
- Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων και φιλόσοφος της ελληνιστικής εποχής (Γάδαρα, Παλαιστίνη περ. 110 – 28 π.Χ.). Μαθητής του Ζήνωνα από τη Σιδώνα, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της επικούρειας φιλοσοφίας και ένας από εκείνους που συνέβαλαν περισσότερο στη μεταφύτευση του ελληνικού πολιτισμού στις ρωμαϊκές χώρες. Έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του μεταξύ Ρώμης, Νάπολης και Ηράκλειας, συγκεντρώνοντας γύρω του μια διάσημη ομάδα επικούρειων διανοουμένων και κυρίως ποιητών.
Έγραψε πολλά πεζά έργα για φιλοσοφικά θέματα, από τα οποία αποσπάσματα, μικρά ή μεγάλα, βρέθηκαν στους παπύρους της Ηράκλειας. Ανάμεσα σ’ αυτά αναφέρονται το Περί παραστάσεων και των διακριτικών, όπου εξετάζει το πρόβλημα της γνώσης, Περί ελαττωμάτων και των αντίστοιχων αρετών, Περί του θανάτου, Περί ευσεβείας και Περί θεών (τα δύο τελευταία αφιερωμένα στην ανάπτυξη των επικούρειων θεωριών). Ιδιαίτερα γνωστά, τέλος, είναι τα έργα του Περί ρητορικής, Περί μουσικής και Περί ποιήσεως, που, σύμφωνα με τις επικούρειες θεωρίες χωρίς εξαιρετική πρωτοτυπία, αρνούνται κάθε ηθική χρησιμότητα και κάθε απόλαυση στην ποίηση. Από την επικούρειο καταδίκη μπορούσαν ίσως να εξαιρεθούν μόνο τα σύντομα επιγραμματικά ποιήματα, τα οποία στον Φ. χρωματίζονται μ’ έναν έντονο ρεαλισμό, που δεν μπορεί να ταράξει βαθιά την ανθρώπινη ψυχή.
* * *-ον, Α1. αυτός που αγαπά τον λαό («ὁ Σόλων ὁ παλαιὸς ἦν φιλόδημος τὴν φύσιν», Αριστοφ.)2. (για ενέργειες, διαθέσεις ή καταστάσεις) αυτός που οφείλεται στην αγάπη για τον λαό ή αυτός που αποτελεί εκδήλωση τής αγάπης προς αυτόν («ἔργον γενναῑον καὶ φιλόδημον», Αριστοφ.).επίρρ...φιλοδήμως Αχάρη στην αγάπη προς τον λαό ή μέσω τής αγάπης προς τον λαό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + δῆμος (πρβλ. μισό-δημος)].
Dictionary of Greek. 2013.